πρωτόδερμα

πρωτόδερμα
το, Ν
βοτ. το πρώτο από τα τρία στρώματα στα οποία διαιρείται η δεύτερη μεριστωματική ζώνη τών φυτικών ιστών, η οποία ακολουθεί το προμερίστωμα και προέρχεται από αυτό, αλλ. δερματογόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protoderm (< πρωτ[ο]-* + δέρμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”